υφαλοροπέδιο

υφαλοροπέδιο
το
(γεωγρ.), ύψωμα σχεδόν επίπεδο του θαλάσσιου βυθού, που έχει πλαγιές με μεγάλη κλίση και που δεν αποτελεί υφαλοκρηπίδα, γιατί βρίσκεται στο πέλαγος και μακριά από το ύφαλο τμήμα της ακτής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • υφαλοροπέδιο — το, Ν υφαλόνησος μεγάλης έκτασης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύφαλος + οροπέδιο] …   Dictionary of Greek

  • υφαλισθμός — ο, Ν υφαλαυχένας μικρού πλάτους που συνδέει υφαλοροπέδιο με την ακτή ή την υφαλοκρηπίδα της. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύφαλος + ισθμός] …   Dictionary of Greek

  • υφαλοχερσόνησος — η (γεωγρ.), υφαλοροπέδιο που συνδέεται με την ακτή ή την υφαλοκρηπίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”